- ξεβοτάνισμα
- το [ξεβοτανίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβοτανίζω, η αφαίρεση τών βλαβερών χορταριών από καλλιεργημένο χωράφι, βοτάνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβοτάνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεβοτανίζω, το ξεχορτάριασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχορτάριασμα — το [ξεχορταριάζω] ξερίζωμα τών άγριων και άχρηστων χορταριών από καλλιεργήσιμη γη, βοτάνισμα, ξεβοτάνισμα … Dictionary of Greek
ξεχορτάριασμα — το, ατος ξερίζωμα των χορταριών, ξεβοτάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)